- παραλήψῃ
- παραλήψηι , παράληψιςreceiving from anotherfem dat sg (epic)παραλαμβάνωreceive fromfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράληψη — η / παράληψις και παράλημψις και δωρ. τ. παράλαμψις, ΝΑ [παραλαμβάνω] το να παραλαμβάνει κανείς κάτι από άλλον, λήψη, παραλαβή αρχ. 1. διαδοχή ενός από κάτι άλλο («παράληψις τῆς βασιλείας», επιγρ.) 2. άλωση, κατάληψη πόλης 3. μάθηση, μόρφωση,… … Dictionary of Greek
διαδοχή — η (AM διαδοχή) 1. η ανάληψη κάποιας θέσης από άλλον 2. η άνοδος κάποιου στον θρόνο, στον οποίο διαδέχεται τον προκάτοχο του 3. επάλληλη τάξη ή σειρά προσώπων, γεγονότων, πραγμάτων 4. συρροή, συχνότητα 5. επέλευση, επακολούθηση 6. φρ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
ερήμην — (AM ἐρήμην) [ερήμη] επίρρ. εν απουσία κάποιου, και μάλιστα σε δίκη, κατά την οποία κάποιος δικάζεται ενώ απουσιάζει νεοελλ. 1. εν αγνοία κάποιου («τήν αγαπά ερήμην» εν αγνοία της) 2. φρ. «δικάστηκα ερήμην» δικάστηκα χωρίς να παρουσιαστώ στη δίκη… … Dictionary of Greek
παράλαμψις — (I) ἡ, Α σημείο τού κερατοειδούς που λάμπει. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λάμψις]. (II) ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. παράληψη … Dictionary of Greek
παράλημψις — ἡ, Α βλ. παράληψη … Dictionary of Greek